-όνος, ἡ, (ψάω, ψήχω) = κονιορτός, Hsch.
[Seite 1396] όνος, ὁ, = κονιορτός.
ψηκεδών: -όνος, ἡ, (ψάω, ψήχω) = κονιορτός, Ἡσύχ.
-όνος, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «κονιορτός».[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. ψη- του ψήω / ψῆν κατά το τηκεδών].