ψηφικός

English (LSJ)

ψηφική, ψηφικόν, involving calculations, Vett.Val.191.30, al.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψήφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).