ψιττάκια

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
pistaches, fruit.
Étymologie: DELG πιστάκιον.

Greek (Liddell-Scott)

ψιττάκια: τά, = πιστάκια, ὃ ἴδε. ΙΙ. «εἶδος ὑποδήματος γυναικείου» Ἡσύχ.· ἔνθα: ψιττάκεια, πρβλ. Etym. Voss. παρὰ Gaisf. σ. 2284.

Greek Monolingual

τὰ, Α
βλ. ψιττάκι.

German (Pape)

τά, = πιστάκια, vgl. φιττάκια, die Frucht der πιστάκη.