ψοθόκη

English (LSJ)

= ἀκαθαρσία, Hdn.Gr.1.315.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ηρωδιαν.) «ακαθαρσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόθος (Ι)].