ψυχάρπαξ

German (Pape)

[Seite 1403] αγος, ὁ, Seelenräuber, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχάρπαξ: ᾰγος, ὁ, ὁ ἁρπάζω ψυχάς, Νικήτ. Χρον. 349C, κλπ.

Greek Monolingual

-αγος, ὁ, ἡ, Μ
άρπαγας ψυχών («ψυχάρπαγας ἀγγέλους, Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἅρπαξ].