ψυχοσάββατο

Greek Monolingual

το, Ν
το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας τών νηστειών, καθώς και το Σάββατο πριν από την πεντηκοστή, που είναι αφιερωμένα σε γενικό μνημόσυνο τών ψυχών τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + Σάββατο].