ψόφησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, making a noise, sounding, ἰκρίων Cratin.323 (lyr.), cf. Arist. de An.426a1.

German (Pape)

[Seite 1401] ἡ, das Geräuschmachen, Klingen, Tönen, Arist. de anim. 3, 2; Rauschen, Lärmen, ἰκρίων Cratin. bei Heph. p. 84.

Russian (Dvoretsky)

ψόφησις: εως ἡ издавание звуков, звучание Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ψόφησις: -εως, ἡ, τὸ ποεῖν ψόφον, ἠχεῖν, εὐδαίμον’ ἔτικτε μήτηρ ἰκρίων ψόφησις Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 51, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 2, 5.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α [ψοφῶ (Ι)]
παραγωγή ψόφου.