ωκυρέεθρος

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ὠκύρ(ρ)οος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ρεεθρος (< ῥέεθρον / ῥεῖθρον < ῥέω].