ωραιοπρόσωπος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + -πρόσωπος (< πρόσωπο). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σοφ. Καρύδη].