Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ωφελιμιστής
Greek Monolingual
ο, θηλ. ωφελιμίστρια, Ν 1.οπαδός της θεωρίας του ωφελιμισμού 2. (γενικά) αυτός που επιδιώκει το προσωπικό του ώφελος, το προσωπικό του συμφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ.<ωφέλιμος+ -ιστής].