ϝεσπάριοι

Greek (Liddell-Scott)

ϝεσπάριοι: (= ἑσπέριοι), Ἐπιγρ. Ναυπάκτου, Ἐποίκ. Λοκρ. γράμμ., ἔκδ. Ἰω. Οἰκ. ς΄ 10.