ученик
Russian > Greek
γνώριμος, Πλατωνικός, ἀκροατής, ὀμιλητής, συνουσιαστής, θιασώτης, μαθητής, Ἡρακλείτειος, Χρυσίππειος, λεσχηνώτης, φοιτητής, θεράπων
γνώριμος, Πλατωνικός, ἀκροατής, ὀμιλητής, συνουσιαστής, θιασώτης, μαθητής, Ἡρακλείτειος, Χρυσίππειος, λεσχηνώτης, φοιτητής, θεράπων