[ᾱ], ον, (ἀετόσ of the eagle, πτερόν Suid.
-α, -ονde águila πτερὸν καὶ κρέας Sud., γονή Tz.Ep.92, H.12.701 tít., cf. H.9.160.
[Seite 43] vom Adler, Sp.
ἀέτειος: [ᾱ] ον, (ἀετὸς) τοῦ ἀετοῦ, Σουΐδ. πρβλ. αἰέτιος.