ἀβάναυσος

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάναυσος: ον = ἐλευθέριος: ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀβαναύσως Κλημ. ‘Ρωμ. 1, 44.

Spanish (DGE)

-ον
1 liberal, generoso (ἐπίσκοπος) ἔστω δὲ εὔσπλαγχνος, ἀ. Const.App.2.3.3.
2 adv. ἀβαναύσως = con liberalidad o con decoro λειτουργεῖν 1Ep.Clem.44.3.