ἀβίυκτον

English (LSJ)

(-ηκ- cod.)· ἐφ' οὗ οὐκ ἐγένετο βοὴ ἀπολλυμένου, Hsch. (For ἀϝίυκτον, cf. ἰύζω.)

Spanish (DGE)

ἐφ' οὗ οὐκ ἐγένετο βοὴ ἀπολλυμένου Hsch.
• Etimología: *ἀϝίυκτον, cf. ἰύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβίυκτον: «ἐφ’ ᾧ οὐκ ἐγένετο βοὴ ἀπολλυμένου», Ἡσύχ.