ἀβακέως: καὶ ἀβακῶς, ἐπίρρ. πράως, ἡσύχως· «ἀβακέως εὔδοντι.» Ἐτυμ. Μ. 2) ἀσυνέτως, Ποιητ.
tranquilamente
Adv. zu ἀβακής.