ἀβακέως

Greek (Liddell-Scott)

ἀβακέως: καὶ ἀβακῶς, ἐπίρρ. πράως, ἡσύχως· «ἀβακέως εὔδοντι.» Ἐτυμ. Μ. 2) ἀσυνέτως, Ποιητ.

Spanish

tranquilamente

German (Pape)

Adv. zu ἀβακής.