ἀβασανίστως
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans examen ; sans critique;
2 sans torture.
Étymologie: ἀβασάνιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀβασανίστως: без испытания, не проверив (τὰς ἀκοὰς δέχεσθαι Thuc.; παραδέχεσθαί τι Plut.).
English (Woodhouse)
(see also: ἀβασάνιστος) without proof