ἀβλέφαρος

English (LSJ)

ἀβλέφαρον, without eyebrows, AP11.66 (Antiphil.).

Spanish (DGE)

(ἀβλέφᾰρος) -ον
carente de pestañas κἢν ... ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς AP 11.66 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans paupières.
Étymologie: , βλέφαρον.

Greek Monotonic

ἀβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που δεν έχει βλέφαρα, σε Ανθ.

German (Pape)

ὦπες, Antiphil. (AP XI.66), wohl: Augen ohne Brauen.

Russian (Dvoretsky)

ἀβλέφᾰρος: лишенный ресниц (ὦπες Anth.).

Middle Liddell

βλέφαρον, without eyelids, without eye-lids, Anth.