ἀβουκόλητος

English (LSJ)

ἀβουκόλητον, (βουκολέω) untended: metaph., unheeded, ἀ. τοῦτ’ ἐμῷ φρονήματι A.Supp.929.

Spanish (DGE)

-ον
no cuidado fig. ἀβουκόλητον τοῦτο ἐμῷ φρονήματι no me preocupo de ello A.Supp.929.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne prend pas soin.
Étymologie: , βουκολέω.

Greek Monotonic

ἀβουκόλητος: -ον (βουκολέω), αποίμαντος, αυτός που δεν επιτηρείται από τσοπάνη· μεταφ., απαρατήρητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβουκόλητος: досл. неохраняемый, перен. незамеченный, оставленный без внимания: ἀβουκόλητον τοῦτ᾽ ἐμῷ φρονήματι Aesch. мне это безразлично.

Middle Liddell

βουκολέω
untended by herdsmen: metaph. unheeded, Aesch.