ἀβρόντητος
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρόντητος: ὁ μὴ ἐμβρόντητος ἢ ἔκπληκτος ἢ παράφρων. Ἀμφιλ. σ. 7.
Spanish (DGE)
-ον
prob. loco, desquiciado del diablo ὁ δυσμενὴς καὶ ἀβρόντητος Amph.Or.1.127.
ἀβρόντητος: ὁ μὴ ἐμβρόντητος ἢ ἔκπληκτος ἢ παράφρων. Ἀμφιλ. σ. 7.
-ον
prob. loco, desquiciado del diablo ὁ δυσμενὴς καὶ ἀβρόντητος Amph.Or.1.127.