ἀβωλόκοπος

English (LSJ)

ἀβωλόκοπον, not hoed, Poll.1.246.

Spanish (DGE)

-ον no roturado, no labrado Poll.1.246.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβωλόκοπος: -ον, μὴ βωλοκοπηθείς, ἀσβάρνιστος. Πολυδ. 1. 246.