ἀγάλακτες

German (Pape)

[Seite 7] VLL. ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάλακτες: ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς, Ἀρχ. λεξ.