ἀγάνωρ

German (Pape)

[Seite 9] ορος, Pind. oft für ἀγήνωρ, [ ñ ––].

Russian (Dvoretsky)

ἀγάνωρ: дор. = ἀγήνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάνωρ: Δωρ.· ἀντὶ ἀγήνωρ, Πίνδ.

English (Slater)

ᾰγᾱνωρ
   1 proud (not of persons)
   a proud, magnificent ἀγάνορι μισθῷ (P. 3.55) ἀγάνορα πλοῦτον (P. 10.18) ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.43)
   b proud, spirited ἀγάνορος ἵππου (O. 9.23) πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν (N. 9.28)

Spanish (DGE)

v. ἀγήνωρ.

Greek Monotonic

ἀγάνωρ: [ᾱ], Δωρ. αντί ἀγήνωρ.