ἀγαθείκελος

English (LSJ)

ἀγαθείκελον, like the good, Hdn.Epim.187.

Spanish (DGE)

-ον parecido al bien Hdn.Epim.187.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθείκελος: ὅμοιος ἀγαθῷ, Ἡρωδ. Ἐπιμ. ἐν λέξ. εἴκελος, σ. 186 ἐκδ. Λονδίνου 1819.