ἀγαθόφρων
English (LSJ)
ἀγαθόφρον, gen. -ονος, (φρήν) well-disposed, Ptol. Tetr.163.
Spanish (DGE)
-ονος
bondadoso Ptol.Tetr.3.14.26, Cat.Cod.Astr.9(1).182.26
•subst. τό ἀ. la bondad Vett.Val.378.30.
German (Pape)
[Seite 7] ον, gut gesinnt, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθόφρων: -ον, ὁ, ἡ, (φρὴν) καλῶς διατεθειμένος, η, ον· μὲ ἀγαθὰς διαθέσεις. Πρόκλ. Παραφρ. Πτολ. σ. 229.