ἀγαπητρίς

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαπητρίς: -ίδος, ἡ, = ἀγαπητή, συνείσακτος, γυνὴ συνοικοῦσα κληρικῷ, Βασίλ. Β, 813D.

Spanish (DGE)

-ίδος
pupila ref. las vírgenes συνείσακτοι Basil.M.30.813C, v. ἀγαπητός I 3.