ἀγελαδόν

German (Pape)

[Seite 11] Dor.= ἀγεληδόν.

Russian (Dvoretsky)

ἀγελᾱδόν: дор. Theocr. = ἀγεληδόν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγελᾱδόν: Δωρ. ἀντὶ ἀγεληδόν, Θεόκρ. 16, 92.

Greek Monotonic

ἀγελᾱδόν: Δωρ. αντί ἀγεληδόν.