ἀγεννησία

English (LSJ)

ἡ, uncreatedness,opp. γένεσις, τῆς ὕλης Herm. ap.Stob.1.11.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cualidad de ingénito o increado Hippol.Haer.7.29.10, Gr.Nyss.Eun.3.10.41, τῆς ὕλης Corp.Herm.Fr.9, cf. ἀγενησία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγεννησία: ἡ, = ἀγονία, Σουΐδ, τὸ μὴ γεννᾶσθαι, Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 25. 16, καὶ ἀλλ.