inf. ao.2 Moy. de ἀγείρω.
ἀγερέσθαι: Επικ. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀγείρω.
ἀγερέσθαι: v. l. ἀγέρεσθαι эп. inf. aor. в знач. pass. к ἀγείρω.