ἀγερέσθαι

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 Moy. de ἀγείρω.

Greek Monotonic

ἀγερέσθαι: Επικ. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀγερέσθαι: v. l. ἀγέρεσθαι эп. inf. aor. в знач. pass. к ἀγείρω.