ἀγηγέρατο

German (Pape)

[Seite 13] f. ἀγείρω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. pqp. Pass. de ἀγείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγηγέρατο: ἴδε ἀγείρω.

Greek Monotonic

ἀγηγέρατο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του ἀγείρω.