ἀγκομίζω

English (LSJ)

poet. for ἀνακομίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκομίζω: Pind. = ἀνακομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκομίζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνακομίζω.

English (Slater)

ἀγκομίζω v. ἀνακομίζω.

Greek Monotonic

ἀγκομίζω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κομίζω.