ἀγκώδης

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκώδης: -ες, ὁ, φαραγγώδης κοῖλος, «διὰ τὴν φύσιν τῆς γῆς ἑλώδους καὶ ἀγκώδους οὔσης», Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Παρθυαῖοι.

Spanish (DGE)

-ες lleno de barrancos, abrupto γῆ St.Byz.s.u. Παρθυαῖοι.