ἀγχαλάω

English (LSJ)

poet. for ἀναχαλάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχαλάω: ἀναχαλάω, Ἀπολλ. Ρόδ. 2, 585.

German (Pape)

p. für ἀναχαλάω.