ἀγχονιμαῖος

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχονιμαῖος: α, ον· μόρος, θάνατος δι’ ἀγχόνης παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Προπ. 277D.

Spanish (DGE)

-ον
1 que produce asfixia ἀ. μόρος muerte por asfixia Bardes.3 (p.655).
2 que sirve para ahorcar ἀγχονιμαῖα ξύλα glos. a ὀξυθύμια q.u., Phot.s.u.

German (Pape)

μόρος, Tod durch Erhenken, Sp.