ἀδερκής

English (LSJ)

ἀδερκές, unseen, invisible, AP11.372 (Agath.).

Spanish (DGE)

-ές
invisible αὔρη AP 11.372 (Agath.), φήμη Pamprepius 1ue.2
neutr. plu. subst. ὄφρα κε δερκομένοισιν ἀδερκέα φῶτες ἕλωσι Gr.Naz.M.37.1556.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non vu ; invisible.
Étymologie: , δέρκομαι.

German (Pape)

αὔρη, unsichtbar, Agath. 75 (XI.372).

Russian (Dvoretsky)

ἀδερκής: невидимый, незримый (αὔρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδερκής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, Ἀνθ. Π. 11. 372.

Greek Monotonic

ἀδερκής: -ές (δέρκομαι), αφανής, αόρατος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δέρκομαι
unseen, invisible, Anth.