ἀδιάπεπτος
English (LSJ)
ἀδιάπεπτον, undigested, Sch. Nic.Al.66.
Spanish (DGE)
-ον no digerido, δόρπος Sch.Nic.Al.66d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπεπτος: -ον, ὁ μὴ διαπεφθείς, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξ. 66.
ἀδιάπεπτον, undigested, Sch. Nic.Al.66.
-ον no digerido, δόρπος Sch.Nic.Al.66d.
ἀδιάπεπτος: -ον, ὁ μὴ διαπεφθείς, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξ. 66.