ἀδιέκδυτος

English (LSJ)

ἀδιέκδυτον, not to be escaped, Apollon.Lex. s.v. νήδυμος.

Spanish (DGE)

-ον
del que no se puede escapar Apollon.Lex.s.u. νήδυμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιέκδῠτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαφύγῃ, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξει νήδυμος. - Ἐπίρρ. -τως, Οὐλπ. ἐν Πανδέκτῃ.

German (Pape)

wo man nicht herauskommen kann, Sp.