ἀδικαιολόγητος

Greek (Liddell-Scott)

ἀδικαιολόγητος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ δικαιολογηθῇ, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 7, σ. 359.

Spanish (DGE)

-ον
que carece de defensa o justificación ἀ. γὰρ ἅπας ἁμαρτωλὸς καὶ παράνομος Chrys.M.61.730.