ἀδικόμαχος

English (LSJ)

ἀδικόμαχον, of horses, obstinate, X.ap.AB344 (perhaps fr. Cyr.2.2.26).

Spanish (DGE)

-ον
1 que participa en el combate de forma desleal, tramposo ἀδικομάχους αὐτοὺς καλεῖ ὁ Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς Σοφιστικοῖς ἐλέγχοις Ascl.in Metaph.243.9.
2 terco, indócil de caballos, X. en AB 344.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδικόμαχος: -ον, ἐπὶ ἵππων, δυστράπελος, σκληραύχην, ἀτίθασος, Ξεν. Α. Β. 344. 6.