ἀδυνάστευτος
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῠνάστευτος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δυνάστην, Συνέσ. 19C.
Spanish (DGE)
-ον
que no está bajo una ley absoluta, libre δῆμος Synes.Regn.17 (p.39).
German (Pape)
unbeherrscht, Sp.
ἀδῠνάστευτος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δυνάστην, Συνέσ. 19C.
-ον
que no está bajo una ley absoluta, libre δῆμος Synes.Regn.17 (p.39).
unbeherrscht, Sp.