ἀείναος

English (LSJ)

ἀείναον, = ἀέναος, q.v.

Spanish (DGE)

v. ἀέναος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
p. contr. ἀείνως;
c. ἀέναος.

German (Pape)

immer fließend, Her. 1.93.

Russian (Dvoretsky)

ἀείναος: Her. = ἀέναος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀείναος: -ον, = ἀέναος, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

ἀείναος: -ον = ἀέναος, βλ. αυτ.