ἀείρυτος

English (LSJ)

ἀείρυτον, ever-flowing, κρήνη S.OC469.

Spanish (DGE)

(ἀείρῠτος) -ον
• Alolema(s): -ρρυτος Chrys.M.56.527, Cyr.Al.M.68.461A, Poll.3.103
que fluye siempre κρήνη S.OC 469
fig. χρόνος Cyr.Al.l.c., cf. Poll.l.c.

German (Pape)

[Seite 40] κρήνη, stets fließend, Soph. O. C. 470.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coule toujours.
Étymologie: ἀεί, ῥέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀείρυτος -ον ἀεί, ῥέω altijd stromend.

Russian (Dvoretsky)

ἀείρῠτος: вечно текущий (κρήνη Soph.).

Middle Liddell

ever-flowing, κρήνη Soph.

Greek Monotonic

ἀείρῠτος: -ον, αυτός που ρέει συνεχώς· κρήνη, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀείρῡτος: -ον, ὁ ἀεὶ ῥέων, κρήνη, Σοφ. Ο. Κ. 469.

English (Woodhouse)

always flowing