ἀεθλονικία

English (LSJ)

ἡ, victory in the games, Pi.N.3.7.

German (Pape)

[Seite 38] ἡ, Sieg im Wettkampfe, Pind. N. 3, 10.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεθλονικία -ας, ἡ ἆθλον, νίκη overwinning bij de spelen. Pind.

Russian (Dvoretsky)

ἀεθλονῑκία:победа на состязаниях Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεθλονῑκία: ἡ, = νίκη ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ν. 3. 11.

English (Slater)

ἀεθλονικία (αε-) victory in the games ἀεθλονικία δὲ μάλιστ ἀοιδὰν φιλεῖ (N. 3.7)