ἀεροβάμων
Greek (Liddell-Scott)
ἀεροβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι πορευόμενος, ἀεροβάτης, ἐπὶ πτηνῶν, πρβλ. Λοβ. Φρύν. σ. 431.
Spanish (DGE)
-ον que anda por el aire Steph.in Rh.312.24.
ἀεροβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι πορευόμενος, ἀεροβάτης, ἐπὶ πτηνῶν, πρβλ. Λοβ. Φρύν. σ. 431.
-ον que anda por el aire Steph.in Rh.312.24.