ἀεροβατικός

English (LSJ)

ἀεροβατική, ἀεροβατικόν, traversing air, ζῷα prob. in Ath.3.99b.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que anda por el aire ζῷα op. ξηροβατικά Ath.99b.