ἀεροπόρος

English (LSJ)

ἀεροπόρον, traversing the air, Pl.Ti.40a, Ph.1.35,al.

Spanish (DGE)

-ον
que cruza el aire de anim., op. ἔνυδρος y πεζός Pl.Ti.40a, D.C.30.4, Didym.Gen.43.22, πτηνόν Ti.Locr.104e
del hombre, Ph.1.35
de dioses, Porph.Fr.354.59.

German (Pape)

[Seite 42] luftdurchwandelnd, γένος πτηνόν Plat. Tim. 40 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεροπόρος: -ον, ὁ πορευόμενος διὰ τοῦ ἀέρος, Πλάτ. Τίμ. 40Α., Φίλων.

Russian (Dvoretsky)

ἀεροπόρος: проносящийся по воздуху (γένος πτηνόν Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεροπόρος -ον ἀήρ, πόρος die de lucht doorkruist.