ἀθέριστος
English (LSJ)
ἀθέριστον,
A = ἀφρόντιστος, Zonar.
2 Act., χαλκὸς ἀθέριστος, i.e. ὁ ἀθερίζων καὶ οὐδενὸς ἔχων λόγον, A.Fr.128 (cod. -ιτον).
II (θερίζω) not reaped, Thphr.HP8.11.4, PTeb.72.372 (ii B. C.), PFay. 112.13 (i A. D.).
Spanish (DGE)
-ον despreocupado, desconsiderado Hsch.
-ον
no segado ὁ πυρός Thphr.HP 8.11.4, τὰ γενήματα PTeb.72.372 (II a.C.), ὄγμος PFay.112.13 (I d.C.)
•insecta, Gloss.2.219
•fig. de la Virgen οὐρανίου στάχυος ἀθέριστος ἄρουρα Chrys.M.61.737.
German (Pape)
nicht abgemäht, Sp.