ἀθλονίκης

Greek (Liddell-Scott)

ἀθλονίκης: -ου, ὁ, νικητὴς ἐν τοῖς ἀγῶσιν, Εὐστ. Πονημ. 173. 25.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, Sieger im Kampf, Eust.