ἀθροιστικός
English (LSJ)
ἀθροιστική, ἀθροιστικόν,
A given to accumulation, χρημάτων, Procl. Par. Ptol.246.
II Gramm., collective, ὀνόματα A.D.Synt.42.24; copulative, σύνδεσμοι Id.Conj.230.20,al.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I que congrega c. gen. ἀθροιστικαὶ ἀνθρώπων ἀμφότεραι (ἡμέραι) Gr.Nyss.Res.250.4
•que acumula, que tiende a acumular χρημάτων Procl.Par.Ptol.246.
II gram.
1 colectivo ὀνόματα A.D.Synt.42.24.
2 copulativo de καί Trypho Fr.47, σύνδεσμοι A.D.Coni.230.20.
3 de la alfa que tiene valor copulativo o intensivo Hdn.Gr.2.716, Et.Gud.90.7 (= An.Ox.1.3.23, EM α 860), Eust.16.31.
III adv. ἀθροιστικῶς cateruatim, Gloss.2.219.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθροιστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἄθροισιν, Ἐκκλ. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ὀνόματα, σύνδεσμοι, ἀθρ-.
Russian (Dvoretsky)
ἀθροιστικός: грам.
1 собирательный (ὀνόματα);
2 (при)соединительный (σύνδεσμοι).