ἀθυρμάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄθυρμα, Philox. 3.23; pet, Luc. DMar. 1.5.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 κομψὸν ἀθυρμάτιον juego ingenioso e.d. poema satírico Philox.Leuc.(e) 24.
2 juguetito de un osezno ἔφερε ... ἐν ταῖς ἀγκάλαις ἀ. ἄρκτου σκύλακα llevaba en los brazos un osezno como si fuera un juguete Luc.DMar.1.5.

German (Pape)

[Seite 48] τό, kleines Spielzeug, Luc. D. Mar. 1, 5; Philox. Ath. XIV, 643 c; von einer witzigen Rede, Sp. auch ἀθὐρμιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθυρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Εὔπολ. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 40, Φιλόξ. 3. 24: τὸ εὐνοοῦμενον, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 5.

Russian (Dvoretsky)

ἀθυρμάτιον: τό игрушечка Luc.